- κόκκινο
- rouge
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Κόκκινο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 806 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, Β της λίμνης Υλίκης, 45 χλμ. ΒΑ της Λιβαδειάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Κόκκινο Λιθάρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 43 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, ΒΑ της πόλης της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας … Dictionary of Greek
Κόκκινο Μετόχι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 65 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στον μυχό του κόλπου της Κισσάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηθύμνης … Dictionary of Greek
Κόκκινο Νερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 111 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στην ακτή του Αιγαίου, 59 χλμ. ΒΑ της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρυμενών. 2. Οικισμός (20 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
Κόκκινο Χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 162 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βάμου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek